Η λεγόμενη «Χιτλερική Νεολαία» (Hitler Jugend / HJ) συγκροτήθηκε το 1926 στο Συνέδριο του Ναζιστικού Κόμματος στη Βαϊμάρη και στηρίχθηκε σε οργανώσεις νέων του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που προϋπήρχαν ήδη από το 1922. Οι οργανώσεις αυτές ήταν αποκλειστικά ανδρικές. Το 1930 δημιουργείται και γυναικείο τμήμα στη χιτλερική νεολαία, που κινείται όμως πάντα στη σκιά του ανδρικού. Η οικονομική κρίση του 1929 με τις στρατιές ανέργων που δημιούργησε αλλά και το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης που ένιωσαν οι Γερμανοί μετά τη Συνθήκη των Βερσαλιών, σπρώχνει τους νέους στις γραμμές της χιτλερικής νεολαίας. Στα τέλη του 1933, αριθμεί σχεδόν 2.500.000 μέλη, ενώ στις παραμονές του πολέμου τα μέλη είναι πάνω από 8 εκατομμύρια (σχεδόν το σύνολο των Γερμανών και Γερμανίδων ηλικίας 10-18 ετών).
Ασφαλώς στη δεύτερη φάση της αύξησης της δύναμής της, το ναζιστικό καθεστώς έχει εδραιωθεί και δίνει μεγάλο βάρος στην προπαγάνδα στους χώρους εκπαίδευσης (σχολεία και πανεπιστήμια) απ’ όπου στρατολογούν τα περισσότερα νέα μέλη, ενώ από την άλλη πριμοδοτεί στον επαγγελματικό τομέα όσους μπαίνουν στις τάξεις του. Οι ωφελιμιστικοί λόγοι, όμως, δεν αρκούν για να εξηγήσουν το φανατισμό των νέων που στελεχώνουν τις τάξεις της HJ.
Ο ναζισμός με την προπαγάνδα του κατάφερε να μεταδώσει ένα πάθος στη νεολαία χρησιμοποιώντας παράλληλα με κατάλληλο τρόπο, σύμβολα, τελετουργικά και μαζικές αθλητικές εκδηλώσεις.
Κάνοντας πολιτική με κώδικες του θεάματος, εισάγει, ίσως για πρώτη φορά, την «αισθητικοποίηση της πολιτικής», όρο που χρησιμοποίησε ο γερμανός φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892 – 1940) προκειμένου να επισημάνει και να καυτηριάσει τις λαϊκίστικες πολιτιστικές και επικοινωνιακές πρακτικές της ναζιστικής περιόδου. Ο ναζιστικός λόγος, απλοϊκός και επαναληπτικός, μπορεί να ξεσηκώσει, μια που σκοπό έχει να αποπλανήσει και όχι να επιχειρηματολογήσει.
H ναζιστική ιδεολογία άντλησε πολλά ιδεολογικά στοιχεία από το κίνημα του ρομαντισμού που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο ρομαντισμός έκφραζε ένα ρεύμα νοσταλγίας των προκαπιταλιστικών πολιτισμών και ασκούσε σκληρή κριτική στη βιομηχανική αστική κοινωνία με το χυδαία υλιστικό προσανατολισμό. Οι ναζί εκμεταλλεύτηκαν την αντιδραστική του εκδοχή, που στην Γερμανία βασιζόταν στην ιδέα «αίμα και γη».
Η απόρριψη και η κριτική του σύγχρονου κόσμου έμοιαζε σαν απόρριψη του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του πνεύματος του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού. Η κριτική τους στον καπιταλισμό κατέληγε σε μία γεμάτη μίσος καταγγελία του κοινοβουλευτισμού και του κομμουνισμού. Ενώ η αντικαπιταλιστική τους ρητορεία είχε έναν έντονο αντισημιτισμό (που οδήγησε στη μεγαλύτερη τραγωδία του 20ού αιώνα)
Η πίστη στη βιολογική ανωτερότητα της άριας φυλής, η χρήση της βίας ως απενοχοποιημένης καθημερινής πρακτικής, η απόλυτη υποταγή στον ηγέτη (führer) – υποκατάστατο του πατέρα που φροντίζει για όλα, οδήγησε στην συγκρότηση της ορδής. Της ορδής, που όπως γράφει ο Φρόιντ (στην Ψυχολογία των μαζών) «είναι μισαλλόδοξη και με τυφλή πίστη στην εξουσία», «δεν ανέχεται να μεσολαβεί χρόνος ανάμεσα στην επιθυμία και στην πραγματοποίηση της επιθυμίας», και δεν αναζητά την αλήθεια γιατί «δεν γνωρίζει αμφιβολία, ούτε αβεβαιότητα».
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Για τη νεολαία στη χιτλερική Γερμανία πολλά βιβλία έχουν γραφεί, πολλές μελέτες έχουν γίνει και πολλοί προβληματισμοί έχουν αναπτυχθεί. Και αυτά από τη σκοπιά του να ριχτεί φως στο παρελθόν για να κατανοήσουμε καλύτερα κάτι που νομίσαμε ότι αφήσαμε πίσω μας ανεπιστρεπτί.
Κι όμως εβδομήντα χρόνια μετά συζητάμε και πάλι: Τι είναι αυτό που κάνει ελκυστική τη ναζιστική προπαγάνδα στα παιδιά;
Στην εποχή μας, η πρώτη ορατή όψη του νεοναζιστικού φαινομένου, που είχε να κάνει με μαθητές, σχετιζόταν με τις ρατσιστικές ομάδες, την ενδοσχολική βία αλλά και την εξαγωγή βίας από το σχολείο στην τοπική κοινότητα. Αυτή η βία συχνά όχι μόνο γινόταν αποδεκτή αλλά εντυπωσίαζε και επικροτούταν. Έτσι άτομα που κανονικά θα ήταν περιθωριοποιημένα γιατί είχαν προβλήματα συμπεριφοράς και διαχείρισης του θυμού τους, απενοχοποιούνταν και ένοιωθαν ότι μπορούν να παίξουν ακόμη και ένα δημόσιο ρόλο. Η κοινωνικοποίησή τους περνούσε μέσα από την ένταξη σε συμμορίες. Μπαίνοντας σε μία οργάνωση όπως η Χρυσή Αυγή ένιωθαν ότι απελευθερώνονται από απαγορεύσεις που ισχύουν για τους συνηθισμένους ανθρώπους (τους οποίους περιφρονούν). Αυτοί μπορούν να χτυπήσουν, να λυντσάρουν ακόμη και να σκοτώσουν. Οτιδήποτε βρώμικο ονειρεύονται επιτρέπεται να το διαπράξουν χωρίς τιμωρία.
Δεν είναι όμως όλα τα παιδιά, που καταφεύγουν στις νεοναζιστικές συμμορίες, ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες. Και οι εκπαιδευτικοί έχουμε συχνά την αίσθηση ότι μαθητές μας που πλησιάζουν τέτοιες ομάδες προσπαθούν μέσα από την ένταξη, να καλύψουν πραγματικές ή και επινοημένες καμιά φορά ανάγκες τους. Έφηβοι που νοιώθουν το κοινωνικό τους περιβάλλον εχθρικό και αναξιόπιστο μπορούν να ζητήσουν καταφύγιο σε συλλογικότητες που τις χαρακτηρίζει η οργή και η βία, γιατί τους εξασφαλίζουν αποδοχή και μία ταυτότητα. Εκεί βιώνουν μια φαντασίωση αυτοδυναμίας που χάνεται αν εγκαταλείψουν την ομάδα.
Όπως γράφει ο Ερνστ Μπλοχ: «Είναι αλήθεια ότι τα μικρά αγόρια ξαναφέρνουν το παρελθόν με τόξα και βέλη, και είναι αλήθεια ότι είναι έτοιμα να μπουν σε συμμορίες, ψάχνοντας για φίλους, μα πάνω απ’ όλα για έναν πατέρα, τέτοιον που ο δικός τους δεν μπόρεσε να είναι».
Ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά που τους γοητεύουν –είναι αυτά που ο Ουμπέρτο Έκο ονομάζει πρωτοφασιστικά:
Επιστροφή στην παράδοση. Ο σύγχρονος κόσμος, δεν παρουσιάζει καμία σταθερότητα και καμία συνέχεια Αυτό που νοιώθει κανείς έντονα είναι το αίσθημα του φόβου και της αβεβαιότητας. Η απεριόριστη ελευθερία που παραχωρήθηκε στο κεφάλαιο και στην αυτορυθμιζόμενη αγορά σε βάρος όλων των άλλων ελευθεριών και δικαιωμάτων, η καταστροφή των προστατευτικών δικτύων και του κοινωνικού κράτους, το γεγονός ότι οι κανόνες αλλάζουν ανά πάσα στιγμή γεμίζει άγχος τους ανθρώπους και τους κάνει να νοσταλγούν παλαιότερες εποχές. Εποχές που θεωρούν ότι η σταθερότητα, η ασφάλεια και η αίσθηση της κοινότητας ήταν εξασφαλισμένες.
Στις μεγάλες αντιπαραθέσεις και κρίσεις συγκροτούνται πάντα ρεύματα επιστροφής στις ρίζες (στο έθνος, στην θρησκεία, στην οικογένεια…).
Κριτική στη δημοκρατία. Ο ψευδο-φιλελευθερισμός των κυβερνήσεων δημιούργησε εχθρότητα για τις φιλελεύθερες αξίες. Η δημοκρατία, η ανοχή, η κουλτούρα εξισώνονται με τη διαφθορά και την αδυναμία.
Ανορθολογισμός. Η ρομαντική κριτική της ορθολογικότητας οδηγείται στα όριά της και μετατρέπεται σε εξύμνηση του ανορθολογισμού. Η εμμονή με τις συνωμοσίες βοηθά να δίνουν εύκολες ερμηνείες. Η απαξίωση της κουλτούρας και των διανοούμενων, η άποψη ότι σημασία έχει η δράση (για τη δράση) και ότι η σκέψη είναι μία μορφή αποδυνάμωσης, όλα αυτά συχνά χαϊδεύουν τα αυτιά των παιδιών που κάθονται στα τελευταία θρανία της σχολικής τάξης. Οι αρσενικές ιδιότητες της δύναμης της αμεσότητας, της αποτελεσματικότητας, γοητεύουν τα νεαρά αγόρια.
Εθνικισμός, ρατσισμός, ξενοφοβία. Οι άνθρωποι που δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, μαθαίνουν ότι το προνόμιό τους είναι πως έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα και έχουν την ίδια καταγωγή. Ανάγουν το έθνος σε πηγή νοήματος και μπροστά στο φόβο της κοινωνικής καθόδου υποθάλπουν το φόβο και το μίσος για τον άλλο που είναι υποτίθεται εχθρός του έθνους και του λαού. Η καθαρότητα και η ασφάλεια θεωρούνται οι μέγιστες αξίες που οι ξένοι τις απειλούν.
Λατρεία ηρωισμού. Οι εθνικοσοσιαλιστές, σαν μία υπέρβαση της αλλοτρίωσης της καθημερινής ζωής, προβάλλουν το ζην επικινδύνως. Η συμμετοχή σε μία αρσενική (κατά βάση) κοινότητα, η απόρριψη της ασφαλούς αστικής ζωής (που οι περισσότεροι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν πια να έχουν), ο παγανισμός, ο μυστικισμός, ο υπερεθνικισμός, τα πρωτόγονα πρότυπα ισχύος, τους κάνουν να νοιώθουν ήρωες σε μία κοινωνία που το ηρωϊκό στοιχείο έχει εκλείψει.
Για έναν επαναστατικό ρομαντισμό
Εάν η κριτική στη μετα-νεωτερική, αλλοτριωμένη και υλιστική εποχή μας και η εξύμνηση ενός ένδοξου (και ωραιοποιημένου) παρελθόντος δείχνει ένα ρομαντικό προσανατολισμό, είναι σημαντικό να βρεθεί τρόπος να αποδομηθούν όλα τα αντιδραστικά και αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά του.
Η κριτική στη δημοκρατία να γίνεται αλλά προς χάριν βαθύτερης δημοκρατίας.
Η γνώση, η κριτική σκέψη, ο ανθρωπισμός να γίνουν ξανά αξίες μιας κοινωνίας που από την υπερκατανάλωση περνάει στην κρίση και την ένδεια αλλά και στον αναστοχασμό. Ο ηρωισμός μπορεί να εκφρασθεί με θετικό πρόσημο: η δική τους αξία της δύναμης να αντικατασταθεί με τη δική μας αξία για αλληλεγγύη και προσφορά.
Η ορδή, ο όχλος, η συμμορία μπορούν να αντικατασταθούν από την ιδέα της συλλογικότητας και της κοινότητας. Μιας κοινότητας που συζητάει, προβληματίζεται, δημιουργεί, αγωνίζεται και μοιράζεται ευθύνες τόσο πολιτικές όσο και ηθικές. Και ηθική ευθύνη σημαίνει, όπως γράφει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, «να αναλαμβάνεις την ευθύνη για τον Άλλον, να πράττεις πιστεύοντας ότι η ευημερία του Άλλου είναι πολύτιμη και χρειάζεται την προσπάθειά σου για να διατηρηθεί και να αυξηθεί, πως ο,τιδήποτε κάνεις ή δεν κάνεις την επηρεάζει, ότι εάν δεν το κάνεις εσύ μπορεί να μην γινόταν καθόλου και πως ακόμη κι αν μπορούν να το κάνουν, ή το κάνουν, κι άλλοι, αυτό δεν σε απαλλάσσει από την ευθύνη να το κάνεις εσύ ο ίδιος…»
* Η Ρ. Καλαντζή είναι εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία
Λεβί Μικαέλ, Σάιρ Ρόμπερτ, «Εξέγερση και Μελαγχολία» (1992), Εναλλακτικές εκδόσεις.
Λεβί Μικαέλ, «Μαρξισμός και επαναστατικός ρομαντισμός», εκδόσεις Ουτοπία.
Φρόιντ Σίγκμουντ, «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ».
Μπάουμαν Ζίγκμουντ, «Και πάλι μόνοι: Η ηθική μετά τη βεβαιότητα», Εκδόσεις Έρασμος.
Michael H. Kater, “Hitler Youth”, Harvard University Press, 2004.
Ουμπέρτο Έκο, «Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτο-φασισμού», tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ta-typika-xaraktiristika-toy-proto-fasismoy-toy-oymperto-eko
Παπαθανασίου Μαρία, «Εθνικοσοσιαλισμός, εκπαίδευση και νεολαία στη (ναζιστική) Γερμανία» (Πρακτικά διημερίδας: «Ερμηνεύοντας την ιστορική εμπειρία του φασισμού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση», 13-14/3/2013).
Kater Michael H., “Hitler Youth”, Harvard University Press, 2004.
Hitler Adolf, “Mein Kampf”, έκδοση του 1933, σελ. 475 κ.ε.